- επικόπανο
- το (Α ἐπικόπανον) [κόπανον]σκληρό και χοντρό ξύλο που πάνω του οι κρεοπώλες και οι μάγειροι κόβουν, λειανίζουν το κρέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη … Dictionary of Greek
επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] … Dictionary of Greek